-
1 επαναγιγνωσκω
1) прочитывать, зачитывать (вслух)(τὸ τελευταῖον τοῦ νόμου Lys.; τὰς γνώμας Polyb.)
2) обучать(γραμματικήν τινι Sext.)
См. также в других словарях:
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
επαναγιγνώσκω — ἐπαναγιγνώσκω (AM) 1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῡ νόμου τὸ τελευταῑον», Λυσ.) 2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος … Dictionary of Greek